- σημαδιακός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα: Σημαδιακός άνθρωπος.2. εξαιρετικός, ιδιαίτερης σημασίας: Σημαδιακή μέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σημαδιακός — ή, ό, Ν 1. εξαιρετικός, αξιομνημόνευτος («μέρα σημαδιακή») 2. σπάνιος («σημαδιακό αρνί») 3. αυτός που προμηνύει κάτι, ενδεικτικός 4. σημαδεμένος, σακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + κατάλ. ιακός (πρβλ. σταδ ιακός)] … Dictionary of Greek
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
Μηλιώνης, Χριστόφορος — (Περιστέρι Πωγωνίου Ιωαννίνων 1932 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε ψυχολογία στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος καθηγητής σε διάφορα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην… … Dictionary of Greek